Αρχική Δελτία Τύπου ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ 09-02-2010 Η διεθνής κρίση και οι επιθέσεις στην ελληνική οικονομία
09-02-2010 Η διεθνής κρίση και οι επιθέσεις στην ελληνική οικονομία PDF Εκτύπωση E-mail
Τρίτη, 09 Φεβρουάριος 2010 00:00

 

Το τελευταίο διάστημα έχουν πυκνώσει οι δυσμενείς κριτικές και οι επιθέσεις στην ελληνική οικονομία από τα διεθνή κυρίως μέσα ενημέρωσης. Μολονότι, η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας προσφέρει την απαραίτητη αφορμή για τέτοιου είδους κριτικές, οι συνέπειες αυτής της επιθετικής ενημέρωσης και των παντός είδους σχολιασμών δημιουργούν την εντύπωση ότι η ελληνική οικονομία ευρίσκεται σε ένα καθεστώς ιδιότυπης ομηρείας. Φαίνεται, δηλαδή, σαν να υπάρχει μια ορχήστρα χωρίς ποτέ να ονοματίζεται ο μαέστρος. Αυτό, μάλιστα, είναι φανερό και από τις αντιδράσεις που έχουν μέχρι σήμερα εκδηλωθεί απέναντι σε τέτοιου είδους επιθέσεις, αντιδράσεις οι οποίες καταφεύγουν σε «θεωρίες συνομωσίας».

Τα πράγματα, όμως, δυστυχώς, δεν είναι τόσο απλά. Μολονότι τα διεθνή μέσα ενημέρωσης φαίνεται να ενορχηστρώνουν αυτές τις επιθέσεις, τα συμφέροντα που έχουν φέρει σε αυτή τη δυσμενή θέση την Ελλάδα και πολλά είναι και δεν συγκλίνουν απαραίτητα. Το παιχνίδι αυτών των συμφερόντων είναι πολυεπίπεδο και στόχος του δεν είναι μόνο η ελληνική οικονομία.

 

Πιο συγκεκριμένα, σε ένα πρώτο επίπεδο, το παιχνίδι έχει ως επίδικο αντικείμενο την ισοτιμία ευρώ – δολαρίου. Εάν η Ελλάδα είναι η αιτία για την υποτίμηση του ευρώ έναντι του δολαρίου τότε θα πρέπει να τεθεί το ερώτημα, ποιοι ευνοούνται  από αυτή την υποτίμηση. Είναι προφανές ότι εκτός από τις ΗΠΑ, για τις οποίες μια ανατίμηση του νομίσματός τους θα απορροφήσει μέρος των πληθωριστικών τους πιέσεων, θα ευνοηθούν και οι χώρες εκείνες της ευρωζώνης, οι οποίες θα στηρίξουν την ανάκαμψή τους στις εξαγωγές.

 

Σε ένα δεύτερο επίπεδο, το παιχνίδι αφορά την υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας. Οι κύριοι παίκτες εδώ είναι οι περίφημοι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης. Χωρίς να θέλουμε να επαναλάβουμε τις χιλιοειπωμένες και εν πολλοίς «αστήρικτες» αιτιάσεις σε σχέση με την αξιοπιστία τους, θέλουμε να σταθούμε στο ρόλο που διαδραματίζουν αυτοί οι οίκοι εξ αντικειμένου. Η αξιολόγηση, δηλαδή, της πιστοληπτικής ικανότητας των χωρών έχει ως στόχο το σχηματισμό ενός χαρτοφυλακίου που περιλαμβάνει χρεόγραφα που προέρχονται από πολλές χώρες. Η υποβάθμιση, επομένως, της πιστοληπτικής ικανότητας μιας ή περισσοτέρων χωρών με συνακόλουθη αύξηση του κόστους δανεισμού δημιουργεί χώρο για να ενταχθούν σε ένα χαρτοφυλάκιο τα χρεόγραφα άλλων χωρών με υψηλότερο βαθμό πιστοληπτικής ικανότητας. Και αυτόν το ρόλο των διεθνών οίκων αξιολόγησης δεν θέλουμε να τον συσχετίσουμε με τυχόν κερδοσκοπικά παιχνίδια.

Σε ένα τρίτο επίπεδο εντάσσεται η νομισματική πολιτική της ευρωζώνης και ο κυρίαρχος φορέας άσκησής της, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Εδώ δύο στοιχεία αξίζει να υπογραμμιστούν, τα οποία μπορούν να οδηγήσουν τόσο τις ελληνικές τράπεζες όσο και τις τράπεζες εκείνες που αγοράζουν ελληνικά ομόλογα σε δυσχερή θέση. Το πρώτο από αυτά τα στοιχεία σχετίζεται με τη δηλωμένη πρόθεση της ΕΚΤ να αποσύρει την ποσότητα χρήματος που είχε διαθέσει στις χώρες της ευρωζώνης προκειμένου να αντιμετωπίσουν την οικονομική ύφεση. Πιο συγκεκριμένα, εάν η πρόθεση αυτή υλοποιηθεί με το πέρας του πρώτου εξαμήνου του 2010 τότε η ευρωζώνη θα γνωρίσει σημαντική μείωση ρευστότητας, το κόστος της οποίας θα είναι μεγαλύτερο για τις ελληνικές τράπεζες και τις τράπεζες των χωρών εκείνων που συνεχίζουν να βρίσκονται σε κατάσταση ύφεσης. Το δεύτερο στοιχείο αναφέρεται στην υποχρέωση της ΕΚΤ να μην κάνει αποδεκτά τα ελληνικά ομόλογα σαν εγγύηση στην περίπτωση κατά την οποία η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας υποβαθμιστεί στην κατηγορία Β και από τον τρίτο διεθνή οίκο αξιολόγησης.

Σε ένα τέταρτο επίπεδο, το επίδικο αντικείμενο είναι οι διαδικασίες δημοπρασίας για την πρωτογενή διάθεση τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου. Εδώ τα ερωτήματα που εγείρονται είναι δύο. Το πρώτο από αυτά αναφέρεται στο εάν και κατά πόσον υφίστανται ή λαμβάνουν χώρα ολιγοπωλιακά παιχνίδια, τα οποία έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση των αποδόσεων. Το δεύτερο ερώτημα αφορά τη διαφάνεια της διαδικασίας πρωτογενούς διάθεσης. Μήπως θα έπρεπε και στην περίπτωση να ισχύουν οι κανόνες που διέπουν και την δευτερογενή διάθεση;

Ανεξάρτητα, επομένως, από τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία (ιδιωτική και δημοσία), το ζήτημα δεν είναι εάν και κατά πόσον η Ελλάδα είναι το «μαύρο πρόβατο» της ευρωζώνης. Δυστυχώς, το ζήτημα δεν αφορά αποκλειστικά και μόνο την Ελλάδα, αλλά την ίδια την ευρωζώνη. Η τελευταία φαίνεται να διχάζεται σε δύο ομάδες κρατών μελών από τις οποίες η μία, η ισχυρότερη, που αποτελείται από κυρίως από τις πιο αναπτυγμένες χώρες, ήδη βρίσκεται σε φάση εξόδου από την κρίση και ευνοείται από τις παραπάνω εξελίξεις (υποτίμηση ευρώ, ευνοϊκότερη πρόσβαση σε πηγές δανεισμού, ευνοϊκότερη αντιμετώπιση από την ΕΚΤ).  Η δεύτερη ομάδα, που αποτελείται από τα λιγότερο ισχυρά κράτη, με πιο εμφανή την περίπτωση της Ελλάδας, εξακολουθεί να είναι σε κατάσταση στασιμότητας και προφανώς δεν ευνοείται από τις προαναφερόμενες εξελίξεις.

Προκειμένου να μην παγιωθούν αυτές οι «δύο ταχύτητες» στην ευρωζώνη, οπότε οι πιο αδύνατες χώρες θα επωμιστούν σχεδόν εξ ολοκλήρου το κόστος της ανάκαμψης των ισχυρότερων, χρειάζεται τώρα περισσότερο από κάθε άλλη φορά να αναδειχθούν τα όποια στοιχεία αλληλεγγύης αυτού του υπερεθνικού οικονομικού μορφώματος.